ὄρνις

ὄρνις
ὄρνῑς (ὄρνῖς, ὄρνῖχος, ὄρνῖχα, ὄρνῖν; ὀρνχων, ὄρνιξιν, ὀρνίχεσσι.)
a bird Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον (v. l. ὄρνιθα) O. 2.88

ἴυγγα μαινάδ' ὄρνιν P. 4.216

θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112

καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (i. e. αἰετός: v. ἐπώνυμος) I. 6.53
b omenκεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει , τόν ποτεP. 4.19

μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190

νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρωςP. 8.50

ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όρνις — ὄρνις, ὁ, ἡ (ΑΜ) βλ.όρνιθα …   Dictionary of Greek

  • ὄρνις — ὄρνῑς , ὄρνις ara masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄρνις ara masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τίς ἐστιν ὄρνις οὑτοσί. — См. Редкая птица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὄρνιθες — ὄρνις ara masc/fem nom/voc pl ὄρνις ara masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθεσι — ὄρνις ara masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθεσιν — ὄρνις ara masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθεσσι — ὄρνις ara masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθεσσιν — ὄρνις ara masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίθων — ὄρνις ara masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρνεις — ὄρνις ara masc/fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρνι — ὄρνις ara masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”